Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2012

Οδός Αγίων Αναργύρων



Το 2008, λίγο μετά τη μεγάλη υποτροπή που ταρακούνησε συθέμελα την ύπαρξη μου, ένας καλός φίλος από Αθήνα μου πρότεινε να μπω σε ένα ερευνητικό – πειραματικό πρόγραμμα για θεραπεία με βλαστοκύτταρα, με έγχυση αυτόλογων κυττάρων, είναι η ακριβής ορολογία. Φυσικά, απάντησα ναι χωρίς δεύτερη σκέψη. Ποτέ δε λέω όχι σε κάτι που μου έρχεται έτοιμο «στο πιάτο»και κρύβει μέσα του ελπίδα για κάτι παραπέρα από την αβέβαιη «σιγουριά» των εγκεκριμένων θεραπευτικών σχημάτων. Ξέρω μέσα μου πως κάπου θέλει να με βγάλει, ακόμη και στο πουθενά, υπάρχει πάντα κάτι να αντλήσουμε σαν εμπειρία. Ποτέ δε μετανιώνω για κάτι που έκανα, ακόμη κι αν η ταλαιπωρία είναι υπέρμετρη και οπωσδήποτε, δε θα μπορούσα να συνεχίσω να ζω ξέροντας ότι είχα την ευκαιρία να το δοκιμάσω και δεν το τόλμησα. Αυτό από μόνο του μπορεί να με διαλύσει.

Έτσι βρέθηκα στην Αθήνα, στο γραφείο της κυρίας Κλημεντίνης Καραγεωργίου, Διευθύντριας της Νευρολογικής πτέρυγας του Νοσοκομείου Γεώργιος Γεννηματάς. Το Νοσοκομείο, παλιό αλλά πρόσφατα ανακαινισμένο λόγω ολυμπιακών αγώνων, ήταν γεμάτο κόσμο που περίμενε υπομονετικά τη σειρά του για να συναντήσει την γιατρό. Πότε πότε κάποιος έχανε τη ψυχραιμία του και γινότανε κάποιο μικροεπεισόδιο, πράγμα που δικαιολογούσε τους δυο σεκιουριτάδες έξω απ την πόρτα της.

Αφού η κυρία Καραγεωργίου σιγουρεύτηκε πως είχα «απεξαρτηθεί» -όπως μου παρήγγειλε στην πρώτη μας συνάντηση- από την κορτιζόνη, που για καιρό έπαιρνα από μόνη μου σε χαπάκι, βρέθηκα στο χειρουργείο για να πάρουν μυελό των οστών από το κόκαλο της λεκάνης. Αυτό ήταν. Εγώ έφυγα με μια τρύπα στο κωλομέρι ενώ τα κύτταρά μου έμειναν για επεξεργασία και πολλαπλασιασμό στα εργαστήρια της Αθήνας.

Σε ένα μήνα ξαναβρέθηκα, σε δωμάτιο της Νευρολογικής κλινικής του Νοσοκομείου για την έγχυση, την οποία νόμιζα εύκολη υπόθεση… Εκεί που περίμενα ξαπλωμένη λοιπόν και περίμενα, μπουκάρουν μέσα 5 -6 γιατροί και νοσοκόμοι, με γυρνάν ανάποδα καθησυχάζοντας με, μαζεύουν στο πλάι το κορμί μου, με τρόπο που η σπονδυλική μου στήλη να βρίσκεται σε έκταση και μου λένε αυστηρά να μην κουνιέμαι. Σκέφθηκα πως θα αστειεύονταν, πώς να κουνηθώ έτσι όπως με κρατούσαν σφικτά σφικτά δυο παλικαράδες νοσοκόμοι;... Με το πλάι του ματιού μου είδα μια γιατρό που ετοίμαζε μια σύριγγα τεράστια που μέσα είχε τα βλαστοκύτταρά μου ενδυναμωμένα και πολλαπλασιασμένα! Αυτό είναι σκέφτηκα, τώρα πάμε και για μετάλλαξη, wow!

Δεν μπορώ να πω πως δεν πόνεσα, παρακέντηση μου κάνανε οι άνθρωποι αλλά εγώ, στο ύψος μου, δεν έβγαλα άχνα. Μόλις σιγουρεύτηκαν ότι ο νωτιαίος μυελός μου πήρε όλη τη σύριγγα άσπρο πάτο, αρχίζουν στη συνέχεια ένα ψάξιμο για να βρούνε φλέβα της προκοπής, προκειμένου να μου βάλουν κι’ από κει μικρή ποσότητα βλαστοκυττάρων στο αίμα. Εκεί, την πατήσαμε αμφότεροι γιατί οι φλέβες οι δικές μου έχουν μια παραξενιά. Μόλις πάρουν είδηση ότι πλησιάζει βελόνα, χάνονται! Μην τις είδατε… Όμως, τα βλαστοκύτταρα έπρεπε να μπουν άμεσα. Κι αρχίζουν οι δύο έμπειροι νοσοκόμοι να ψάχνουν απελπισμένα, χέρια, πόδια, να τρυπάνε να ξανατρυπάνε και φλέβα να μην βρίσκουν. Στο σημείο αυτό, το όλο σκηνικό άρχισε να θυμίζει μεσαιωνικά βασανιστήρια… Καλά αστειεύομαι, μη φοβηθείτε, μες την πλάκα το πέρασα όλο αυτό.

Στα πολλά, πετύχανε μια φλέβα στο πόδι κι έτσι, αισίως μπήκε ολόσωστη η ποσότητα βλαστοκυττάρων που είχαν ετοιμάσει για μένα. Ανακούφιση στους ιατρικούς και παραϊατρικούς κύκλους. Πήγα κι εγώ να ανασάνω μα, τι το θελα η γυναίκα… Ψηλώνουν χωρίς καμιά προειδοποίηση το κρεβάτι απ τη μεριά των ποδιών, κι αρχίζουν να σφηνώνουν μαξιλάρια κάτω απ τη λεκάνη μου για να πετύχουν ακόμη μεγαλύτερη γωνία. Κάπου στις 62 μοίρες ένιωσαν ότι ο σκοπός επετεύχθη και ικανοποιημένοι από την άβολη στάση μου με το κεφάλι μισό μέτρο πιο χαμηλά απ τη λεκάνη, μου είπαν με ύφος που δεν σήκωνε αντίρρηση, πως έπρεπε να μείνω εντελώς, μα εντελώς ακίνητη για τρεις ώρες μέχρι τα βλαστοκύτταρα που μου έβαλαν με τόσο κόπο, να κυλήσουν μέχρι τον εγκέφαλό μου. Ακίνητη για τρεις ώρες…
Τρεις ώρες ακίνητη σε αυτή τη θέση; Αδύνατο. Ανθρωπίνως αδύνατο. Έχουμε και σκλήρυνση κατά πλάκας, το θυμάστε; Έφυγαν όλοι.Μόνο η Σ. κι η Αλ. με κοιτούσαν ανίκανες να απαλύνουν τον πόνο μου.

Στα πρώτα 10 λεπτά έδειξα χαρακτήρα. Στα δώδεκα άρχισα να αμφιβάλλω για τες δυνατότητες και τις πιθανότητες που είχα για τα υπόλοιπα 168 λεπτά σ αυτή την άβολη θέση. Τότε μόνο, έτσι ανάποδα όπως με είχαν ξαπλωμένη με τα χέρια ανοικτά και τη λεκάνη ψηλά κι έμεινα να κοιτάω τον τοίχο, διαπίστωσα πως απέναντι μου και πάνω από το κρεβάτι ακριβώς, υπήρχε μια εικόνα του Χριστού χωρίς χρυσοποίκιλτα στολίδια, παρά μόνο ένα αχνό, λευκό φωτοστέφανο κι ένα καφετί χιτώνα. Κι’ ένα βλέμμα σοβαρό, σχεδόν αυστηρό αλλά με γλυκύτητα, απλός κι απέριττος. Δεν είμαι πιστή, με την έννοια να πηγαίνω εκκλησία ή να «υιοθετήσω» κάποιον άγιο σαν αποκούμπι. Ο βίος και η «θεοσέβεια» της ιεραρχίας της Εκκλησίας μάλλον με απωθούν σε σημείο που γινόμουνα προκλητική απέναντι σε ανθρώπους που έκρινα με το… «αλάθητο» κριτήριό μου ότι η ηθικότητά τους πήγαζε μέσα από ένα φόβο για την κόλαση που έντεχνα καλλιεργεί η εκκλησία.

Με χέρια και πόδια τρυπημένα απ τις άστοχες προσπάθειες των νοσοκόμων, έμεινα μες τον πόνο μου να χαζεύω αυτή την εικόνα λες και πρώτη φορά έβλεπα τον Χριστό ανάποδα. Του λέω, «Εσύ μάγκα μου άντεξες τρεις μέρες στο Σταυρό σου απάνω, βοήθα με και μένα την αμαρτωλή να αντέξω τρεις ώρες»… Δίψασα κι επειδή δεν έπρεπε ούτε νερό να πιω, η Αλεξάνδρα μου έφερε ένα βαμβάκι βουτηγμένο στο νερό και το ακούμπησε στα χείλη μου. Τουλάχιστον σκέφτηκα δεν ήταν ξύδι…

Πέρασε η μία, οι δύο, οι δυόμισι, οι τρεις ώρες ούτε κι εγώ ξέρω πως, αλλά πέρασαν πολύ πιο εύκολα από την αρχική μου εκτίμηση κι ακούω τις καμπάνες, κοντά πρέπει να ήταν, που κτυπούσαν εσπερινό. Μια νοσοκόμα που κάτι μάζευε στο δωμάτιο άρχισε να σταυροκοπιέται. «Των Αγίων Αναργύρων αύριο» μου λέει. Ούτε ποιοι ήταν οι Άγιοι Ανάργυροι δεν ήξερα έτσι δεν απάντησα μπας και πω κάτι άσχετο. Και συνεχίζει η νοσοκόμα, «τους λέγανε Ανάργυρους γιατί ήταν γιατροί και θεράπευαν τον κόσμο χωρίς να παίρνουν λεφτά». Με συγκίνησαν που δεν έπαιρναν λεφτά απ’ τον κόσμο. Κι εγώ δωρεάν μπήκα σ αυτό το πρόγραμμα βλαστοκυττάρων…

Τέλειωσε το μαρτύριο της σταύρωσης, οι πόνοι, οι πονοκέφαλοι και σε δυο μέρες πήρα εξιτήριο. Ο Μάρκος και η Δώρα πρότειναν να πάμε για μεσημεριανό. Εκείνο όχι, το άλλο όχι, καταλήξαμε στου Ψαρή. Στριμωχτήκαμε σ ένα πεζοδρόμιο στρωμένο με τραπεζάκια και τα γκαρσόνια να
πηγαινοέρχονται σαν μέλισσες αφήνοντας ένα τζατζίκι στο ένα τραπέζι, μια σκορδαλιά στο άλλο κι όλα έμοιαζαν ευτυχισμένα. Παραγγείλαμε κι εμείς και καθώς περίμενα το φαγητό κάνω το κεφάλι ψηλά να διαβάσω την πινακίδα με την οδό που βρισκόταν ακριβώς πάνω απ το κεφάλι μου, «Οδός Αγίων Αναργύρων»! Έμεινα να κοιτώ κι όπως κάνω το κεφάλι βλέπω, ακριβώς πίσω μου μια μικρούλα εκκλησία «των Αγίων Αναργύρων», όπως με ενημέρωσε το γκαρσόνι πριν καν το ρωτήσω. Πολλές οι συμπτώσεις λέω. Πρέπει να μάθω κάτι γι αυτούς του Ανάργυρους γιατί πολύ με γυροφέρνουν.


Τελειώνουμε κάποια στιγμή το φαγητό και κατηφορίζουμε το γραφικό δρομάκι των Αγίων Αναργύρων που έβγαζε σε δρόμο μεγάλης κυκλοφορίας. Κάνω να δω ποιος δρόμος ήταν και διαβάζω στην πινακίδα «οδός Σαρρή»! Δεν είναι δυνατό λέω, το επίθετο του Μάρκου, του φίλου που μεσολάβησε για να κάνω τη θεραπεία με τα βλαστοκύτταρα! Ενώ είχα συγκλονιστεί με τις αλυσιδωτές «συμπτώσεις», ένιωσα περίεργα άβολα και μέσα μου γινόταν μια περίεργη κόντρα γιατί η άρνησή που είχα μέχρι τότε για κάθε τι «εκκλησιαστικό» ήταν παροιμιώδης και κορόιδευα κάθε τι που είχε σχέση με τη θρησκεία που έφτιαξαν κάποιοι επιτήδειοι, παραφράζοντας κατά το συμφέρον τους τα όσα είπε ο Χριστός.

Όταν επέστρεψα πίσω από Αθήνα, μπήκα σε μια περίεργη αναμονή περιμένοντας κάτι να αλλάξει. Μόνο μια νύχτα έτσι ξαφνικά την ώρα που πήγα στο κρεβάτι, ένιωσα απελευθερωμένα τα πόδια από τη σπαστικότητα. Δοκιμάζω να σταθώ και τα κατάφερα! Στάθηκα χωρίς να στηρίζομαι πουθενά κι ένιωθα τα πόδια μου ανάλαφρα. Απίστευτο, τα βλαστοκύτταρα άρχισαν προφανώς να δουλεύουν! Κοιμήθηκα όσο κοιμήθηκα, με μια κρυφή χαρά και αναμονή. Ούτε που ευχαρίστησα οποιονδήποτε, ούτε Άγιο μήτε Θεό μήτε Χριστό. Δεν το συνήθιζα άλλωστε. Ένιωθα μόνο ένα περίεργο συναίσθημα όπως σαν να όφειλα κάτι να κάνω, το οποίο αρνιόμουνα πεισματικά να κάνω...

Το πρωί που άνοιξα τα μάτια, κάνω να κινήσω τα πόδια και με απίστευτη απογοήτευση διαπιστώνω πως ήταν μουδιασμένα και δύσκαμπτα όπως πριν… Ένα σφίξιμο στο στήθος με έκανε να κοιτάξω χαμηλά. Η αλαζονεία μου υπήρξε δυστυχώς πιο δυνατή από την ταπεινότητα και το σεβασμό που όφειλα να έχω απέναντι σε σύμβολα που κόσμος και κόσμος έχει λατρέψει και στα οποία έχει εναποθέσει όλες τις ύστατες ελπίδες του. Η υπεροψία μου είχε αρχίσει να κλονίζεται. Φάνηκα μικροπρεπής και «δειλή» να αναγνωρίσω και να κατανοήσω τα «σημάδια» που έφθασαν σε μένα με τρόπο εξόφθαλμα συμβολικό, θα έλεγα. Δε μιλώ για αμαρτία και τιμωρία, μιλώ γι’ αυτό που ένα δημοτικό τραγούδι λέει με τόσο απλό και μεγαλόπρεπο τρόπο… «σιγανά και ταπεινά πατώ στη Γη…»

Μπορεί οι Άγιοι Ανάργυροι να μη μου έκαναν τη χάρη να με γιατρέψουν, όμως νιώθω ότι μου έμαθαν τη χάρη της ταπεινότητας και του σεβασμού σε ό,τι ο οποιοσδήποτε «άλλος» θεωρεί ιερό. Αυτό ίσως είναι πιο σημαντικό για την πορεία της αιώνιας ψυχής μου, από την πορεία της πρόσκαιρης σκλήρυνσής μου. Τους οφείλω μια δημόσια μετάνοια και τι πιο καλό παρά μέσα απ’ αυτό το Blog…

Τα σέβη μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: