Να νιώθεις το κορμί να κατρακυλάει απ την κορφή και να μην υπάρχει τέλος σ’ αυτή την κατάβαση. Σφίγγεις δόντια, μπήγεις τα νύχια κατάσαρκα να μαζέψεις όσο σθένος έχει μέσα η ψυχή για ν ανέβεις λίγα εκατοστά, σε πλατώ βιώσιμο. Να κρατηθείς εκεί όσο γίνεται πιο πολύ. Να παρακαλάς θεούς και δαίμονες να μη σ αφήσουν να πας πιο κάτω, γιατί το ‘χεις γευτεί το παρακάτω και πιο κάτω δεν έχει…
Είναι τρελό, σχιζοφρενικό, αδύνατο λες. Τριγύρω ο κόσμος σου, οι φίλοι, οι αγάπες σου και δεν μπορούν ούτε να διανοηθούν που βρίσκεσαι! Κι ούτε θέλεις, μα και δε μπορούν να το διανοηθούν… Κάνεις τα δύσκολα εύκολα κι αλλάζεις σκοπό.
Μιλάς για το νέο δίσκο της Αρλέτας, παθιασμένα γιατί είναι ό,τι πιο όμορφο σου ‘χει συμβεί. Και το εννοείς και έτσι είναι. Γιατί τα όμορφα είναι μέσα σου, κλεισμένα κι αγιασμένα. Εντάξει τα τσουλάς κι αυτά με το καρότσι σου αλλά είναι εκεί! Καμία σκλήρυνση δεν μπορεί να τα ξεριζώσει από κει που ναι φυλαγμένα και μαμιά πλάκα δεν τα ζυγώνει. Ίσως είναι η μόνη κόγχη του μυαλού που έμεινε άθικτη! Ούτε το MRI ούτε το DNA μπορούν να τη φτάσουν. Γιατί εκεί σ αυτό το απειροελάχιστο κομμάτι βρίσκεται η σπίθα της ψυχής σου. Από εκεί κρατιέσαι (κι έχεις παχύνει τρομάρα σου), από εκεί εκπορεύεται το φως σου.
Βάζεις χρονικά περιθώρια στις αντοχές σου. Ν αντέξω κι άλλο… πόσο; Και η σπίθα ονειρεύεται και σου βρίσκει αβάσιμες ελπίδες απ’ το πουθενά. Ελπίζει γαμώ τη μου! ΕΛΠΙΖΕΙ! Σε τι; Σε μια στιγμή που ‘ναι να ρθει, μια στιγμή που γι αυτήν είχες έρθει στον κόσμο ετούτονε. Την έχεις ζήσει πλουσιοπάροχα, σα βασιλιάς και την αποζητάς σα ζητιάνος ρακένδυτος κι αποστερημένος. Εκείνη τη στιγμή που είδες το φως να λάμπει, μέγας ήλιος, κόκκινος ζεστός με τη μυρωδιά κρέμας καραμέλας, που τη ρούφηξες, τη βύζαξες για πάντα!
Μέσα σου κλεισμένη ν ασφυκτιά να ζητά να την κάνεις μια βόλτα έξω, στο μυαλό σου, σε μια ακρογιαλιά που χάθηκε για πάντα κάτω απ’ τις μπουλντόζες των αχόρταγων ληστών. Ληστών που ρήμαξαν και σένα και τη θάλασσά σου. Τη δική σου, τη μονάκριβή σου!
Χρόνια ανέμελα που δεν τα ‘χεις ποτέ ξεχάσει…
Κι η θάλασσα ας κρύβει πια τον κουρασμένο ήλιο…
Και μέσα στα βλέφαρα κλεισμένη, έρχεται με το που κάνεις να τα κλείσεις. Έρχεται σαν προβολή της ψυχής σου στον απέναντι τοίχο και δραπετεύει, σε παίρνει και πετάτε μαζί πάνω από στεριά και θάλασσα, μαζί με τα πουλιά για να βουτήξετε μαζί στον πιο βαθύ βυθό, γαλαζοπράσινο βαθύ! Μια ηρεμία απίστευτη, βουβή! Κοιτάς τα ψάρια να τσιμπουράν στα βράχια ανέμελα εκτός χρόνου, στο χρόνο το δικό τους που κρατά αιώνες, μισό λεπτό, μισή ζωή. Τη ζωή σου όλη, τη μισή…
Κύριε, όποιος κι αν είσαι, όπου κι αν είσαι κι αν με βρεις στο βυθό ετούτο ξεχασμένη, εδώ να με θυμάσαι, στην απόλυτη ηρεμία, στην απόλυτη αθωότητά μου.